Κάθε που πάω να πάρω τον μικρό από το σχολείο, περνάω από ένα σπίτι με μια μικρή σκεπαστή βεράντα. Την ομορφαίνουν γλάστρες καταπράσινες γεμάτες ζωή, ενώ συνήθως από το ταβάνι της κρέμονται ρούχα για στέγνωμα. Ο λόγος που έχω προσέξει αυτή την βεράντα δεν είναι όλα αυτά που περιέγραψα μόλις τώρα. Είναι η γριούλα που κάθεται εκεί- ακριβώς κάτω από την πολύχρωμη μπουγάδα της, μπουγάδα που υποδηλώνει πως πλένει για ένα άτομο- κάθε μεσημέρι την ίδια ώρα, να με κοιτάει στα μάτια ενώ περνάω. Με κοιτάει αυστηρά και με καμία, φανερή τουλάχιστον, πρόθεση να αλληλεπιδράσει μαζί μου. Την κοιτάω και εγώ γλυκά μα διστάζω να σκάσω ένα πιο εμφανές χαμόγελο...
Με έχει βάλει σε σκέψεις αυτή η γριούλα. Την βλέπω κάθε μέρα να κάθεται εκεί μόνη μα σε ένα σπίτι φανερά φροντισμένο από την ίδια υποθέτω, και δεν είμαι σίγουρη αν την ζηλεύω ή αν νιώθω θλίψη. Αναρωτιέμαι πως είναι να έχεις φτάσει σε αυτό το στάδιο της ζωής σου που οι μεγάλες αγωνίες σου, τα μεγάλα άγχη σου έχουν πάψει. Αναρωτιέμαι πως είναι να έχεις φτάσει στο σημείο εκείνο που στην ουσία μπορείς να κάνεις απολογισμό για την ζωή σου. Αναρωτιέμαι πως είναι να ξέρεις πως ότι ήταν να κάνεις το έχεις ήδη κάνει. Ότι και αν σημαίνει αυτό για τον καθέναν.
Η σκληρότητα στο βλέμμα της με αφήνει να υποθέσω πως δεν αποδέχτηκε τις πιθανές δυσκολίες ή πληγές που τις έστειλε η ζωή. Με κάνει να αναρωτιέμαι αν μετανοεί για αποφάσεις που πήρε κατά την διάρκεια της ζωής της. Και μετά σκέφτομαι πως μπορεί αυτό που βλέπω να μην είναι σκληρότητα. Εγώ να το μεταφράζω έτσι. Μπορεί να είναι μοναξιά. Κούραση. Μπορεί να είναι απλά χαμένη στα μονοπάτια των αναμνήσεων της. Μπορεί απλά κανείς ποτέ να μην της χαμογέλασε. Να. Όπως εγώ.
Στο ίδιο δρομολόγιο πάντα, βρίσκω στο δρόμο μου και ένα ακόμα σπίτι. Παλιό. Εγκαταλελειμμένο. Σχεδόν γκρεμισμένο. Είναι τόσο παλιό που ο κάτω όροφος είναι χτισμένος με λάσπη και άχυρα. Σε αυτό όμως το εγκαταλελειμμένο και σχεδόν γκρεμισμένο σπίτι τα παράθυρα στον πάνω όροφο είναι ανοιχτά. Και από μέσα- κάθε που φυσάει- ξεπροβάλλουν οι κουρτίνες του- βρώμικες, φθαρμένες, σχεδόν σκισμένες. Και όμως τόσο όμορφες μέσα στην ασχήμια τους. Γιατί ακόμα φαίνεται- έστω και έτσι- πως κάποτε ήταν περιποιημένες, κάτασπρες, φρεσκοπλυμένες και καλοραμμένες. Κάποτε αυτές οι κουρτίνες ανήκαν σε μια οικογένεια. Φιλοξένησε γέλια, κλάματα και μυρωδιές. Αγωνίες και αγκαλιές. Και πιθανότατα κάποτε, προς το τέλος της εποχής του- κάποια γριούλα θα κοιτούσε από αυτό το ανοιχτό παραθύρι τον δρόμο. Και δεν ξέρω αν το βλέμμα της θα ήταν αυστηρό ή γλυκό, ξέρω όμως πως σίγουρα έκρυβε την ζωή της όλη. Ξέρω πως η παρουσία της ήταν αυτή που έκανε το σπίτι αυτό, σπιτικό.
Όπως και η δική μου γριούλα. Όσο την βλέπω να κάθεται εκεί στην βεραντούλα της, οι γλάστρες της θα είναι ποτισμένες και η μπουγάδα της απλωμένη. Όσο θα κάθεται εκεί το σπίτι της θα είναι σπιτικό. Και εγώ, ίσως την επομένη φορά να της χαμογελάσω τελικά.... Γιατί οι ανθρώπινες ψυχές είναι που δίνουν ζωή και νόημα σε όλα...
Με έχει βάλει σε σκέψεις αυτή η γριούλα. Την βλέπω κάθε μέρα να κάθεται εκεί μόνη μα σε ένα σπίτι φανερά φροντισμένο από την ίδια υποθέτω, και δεν είμαι σίγουρη αν την ζηλεύω ή αν νιώθω θλίψη. Αναρωτιέμαι πως είναι να έχεις φτάσει σε αυτό το στάδιο της ζωής σου που οι μεγάλες αγωνίες σου, τα μεγάλα άγχη σου έχουν πάψει. Αναρωτιέμαι πως είναι να έχεις φτάσει στο σημείο εκείνο που στην ουσία μπορείς να κάνεις απολογισμό για την ζωή σου. Αναρωτιέμαι πως είναι να ξέρεις πως ότι ήταν να κάνεις το έχεις ήδη κάνει. Ότι και αν σημαίνει αυτό για τον καθέναν.
Η σκληρότητα στο βλέμμα της με αφήνει να υποθέσω πως δεν αποδέχτηκε τις πιθανές δυσκολίες ή πληγές που τις έστειλε η ζωή. Με κάνει να αναρωτιέμαι αν μετανοεί για αποφάσεις που πήρε κατά την διάρκεια της ζωής της. Και μετά σκέφτομαι πως μπορεί αυτό που βλέπω να μην είναι σκληρότητα. Εγώ να το μεταφράζω έτσι. Μπορεί να είναι μοναξιά. Κούραση. Μπορεί να είναι απλά χαμένη στα μονοπάτια των αναμνήσεων της. Μπορεί απλά κανείς ποτέ να μην της χαμογέλασε. Να. Όπως εγώ.
Στο ίδιο δρομολόγιο πάντα, βρίσκω στο δρόμο μου και ένα ακόμα σπίτι. Παλιό. Εγκαταλελειμμένο. Σχεδόν γκρεμισμένο. Είναι τόσο παλιό που ο κάτω όροφος είναι χτισμένος με λάσπη και άχυρα. Σε αυτό όμως το εγκαταλελειμμένο και σχεδόν γκρεμισμένο σπίτι τα παράθυρα στον πάνω όροφο είναι ανοιχτά. Και από μέσα- κάθε που φυσάει- ξεπροβάλλουν οι κουρτίνες του- βρώμικες, φθαρμένες, σχεδόν σκισμένες. Και όμως τόσο όμορφες μέσα στην ασχήμια τους. Γιατί ακόμα φαίνεται- έστω και έτσι- πως κάποτε ήταν περιποιημένες, κάτασπρες, φρεσκοπλυμένες και καλοραμμένες. Κάποτε αυτές οι κουρτίνες ανήκαν σε μια οικογένεια. Φιλοξένησε γέλια, κλάματα και μυρωδιές. Αγωνίες και αγκαλιές. Και πιθανότατα κάποτε, προς το τέλος της εποχής του- κάποια γριούλα θα κοιτούσε από αυτό το ανοιχτό παραθύρι τον δρόμο. Και δεν ξέρω αν το βλέμμα της θα ήταν αυστηρό ή γλυκό, ξέρω όμως πως σίγουρα έκρυβε την ζωή της όλη. Ξέρω πως η παρουσία της ήταν αυτή που έκανε το σπίτι αυτό, σπιτικό.
Όπως και η δική μου γριούλα. Όσο την βλέπω να κάθεται εκεί στην βεραντούλα της, οι γλάστρες της θα είναι ποτισμένες και η μπουγάδα της απλωμένη. Όσο θα κάθεται εκεί το σπίτι της θα είναι σπιτικό. Και εγώ, ίσως την επομένη φορά να της χαμογελάσω τελικά.... Γιατί οι ανθρώπινες ψυχές είναι που δίνουν ζωή και νόημα σε όλα...
Συγκινήθηκα με την ιστορία σου, ξέρεις βλέπω κι εγώ έναν παππού στη βεράντα του κάθε πρωί που πάω στη δουλειά και έχω αναρωτηθεί τι να συμβαίνει με τη ζωή του. Πόσο σε καταλαβαίνω...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕγώ μπορώ να χαθώ μέσα σε τέτοιες σκέψεις... Έχεις ακούσει το τραγουδι της Βιτάλη "Οι μοναχικές γιαγιάδες;;" Εγώ ταυτίζομαι απόλυτα...
ΔιαγραφήΑυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤην επόμενη φορά σήκωσε το χέρι σου και χαιρέτησε την. Δεν ξέρεις πόση λαχτάρα μπορεί να έχει για κάτι τόσο απλό.μπορει να την δεις να χαμογελάει κιόλας. Μαρια
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό ακριβώς θα κάνω Μαρία μου. Σε ευχαριστώ πολύ.
ΔιαγραφήΠραγματικά αγαπώ τους μεγάλους ανθρώπους! είναι κι αυτοί παιδιά..!
ΑπάντησηΔιαγραφή