Γίνεται ένα πιάτο με τα πρώτα σύκα για το φετινό σου καλοκαίρι, να σου ξυπνήσει τόσες αναμνήσεις;
Κι όμως γίνεται. Καθώς καθάριζα σήμερα το απόγευμα τα σύκα που μου έφερε ο πατέρας μου, σχεδόν ένιωσα την κάψα στην αυλή της γιαγιάς μου όταν καθόταν σε ένα χαμηλό σκαμπό μπροστά από μια κοφίνα γεμάτη σύκα καθαρίζοντας τα υπομονετικά, την ίδια στιγμή που εγώ τα άνοιγα με λαχτάρα και τα έτρωγα έτσι, πολλές φορές μαζί και με λίγη φλούδα. "Κοίτα τα τα μην έχουν σκουλήκια" φώναζε η γιαγιούλα μου όλο ταραχή βλέποντας με να τα καταβροχθίζω χωρίς πολύ σκέψη, και εγώ απλά αναρωτιόμουν αν το επόμενο θα είναι ακόμα πιο γλυκό.
Σχεδόν άκουσα την φωνή του παππού μου να με φωνάζει κάτω από την συκιά για να μου δώσει το πρώτο σύκο μέχρι να γεμίσει την κοφίνα. Πάντα ανοιγμένο και ελεγμένο από τον ίδιο. Ένιωσα την δροσιά κάτω από τα φύλλα της. Θυμήθηκα τον φόβο μου για αυτή την παλιά και ταλαιπωρημένη ξύλινη σκάλα που χρησιμοποιούσε ο παππούς μου για να σκαρφαλώνει όπου χρειαζόταν, άκουσα το τρίξιμο σε κάθε πάτημα του.
Και μετά ήρθαν και άλλες αναμνήσεις...
Το χουζούρεμα κάτω από τον τεράστιο πλάτανο δίπλα στο πηγάδι, όπου πάντα είχε ένα ράντζο ο παππούς και ξάπλωνα χαζεύοντας τα φύλλα να κουνιούνται ή διαβάζοντας κόμιξ απολαμβάνοντας τον ίσκιο. Αυτός ο πλάτανος είναι από τα λίγα πράγματα που παρότι μεγάλωσα εξακολουθώ να θεωρώ τεράστιο.
Ο υποχρεωτικός μεσημεριανός ύπνος, όπου απλά περίμενα με υπομονή να ακούσω την γιαγιά μου να ροχαλίζει, (ο παππούς κοιμόταν πάντα κάτω από τον πλάτανο), και σηκωνόμουν νυχοπατώντας (μιας και ξυπνούσε και εύκολα η γιαγιούλα μου), και πήγαινα στην βιβλιοθήκη στην είσοδο του σπιτιού και ξεφύλλιζα ένα ένα τα βιβλία της θείας μου.
Οι λίγες μα επεισοδιακές ομαδικές αποδράσεις σε φυσικά λουτρά, όπου έβαζε ο παππούς μου την καρότσα στο τρακτέρ, περνούσε από όλα τα σπίτια στο χωριό και φόρτωνε κόσμο για να πάμε όλοι μαζί για μπάνιο...
Το μάζεμα του καλαμποκιού, όπου στρώναμε μια τεράστια λινάτσα δίπλα στο σπίτι και απλώναμε όλο το καλαμπόκι να ξεραθεί, και εγώ με το ζόρι κρατιόμουν να μην πέσω μέσα με τα μούτρα και να προσποιηθώ ότι κολυμπάω. Θυμάμαι να παρακαλάω την γιαγιά μου να με αφήσει και αυτή να λέει πως θα με πιάσει φαγούρα, δεν κάνει και άλλα πολλά που δεν θυμάμαι μα επειδή μου είχε αδυναμία με άφηνε πότε, πότε ίσα να περπατήσω ξυπόλυτη σε αυτό τονίζοντας μου "Μην σου φύγει κουβέντα στον παππού σου κακομοίρα μου"
Ακόμα δεν έχω καταλάβει γιατί ήταν τόσο σημαντικό να μην πέσω με τα μούτρα μέσα σε αυτή την κατακίτρινη θάλασσα...
Άκουσα τον κόκκορα να λαλάει όλο πάθος και ένταση ακριβώς έξω από το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας μας. Άκουσα τα ξύλα να κροταλίζουν στον ξυλόφουρνο με το πρώτο χάραμα και σχεδόν μύρισα το φρεσκοψημένο ψωμί που ζύμωνε η γιαγιά μου πριν καν ξημερώσει ώστε να ξεκουραστεί και να φουσκώσει.
Ένιωσα τον άνεμο στο πρόσωπο μου από τις βόλτες με την μηχανή του πατέρα μου, όταν έρχονταν να μας δουν στο χωριό. Ένιωσα και πάλι την σιγουριά πως δεν θα πάθω τίποτα γιατί είμαι με τον μπαμπά μου. Τι θα μπορούσα να πάθω από το οποίο να μην μπορεί να με προστατέψει;
Και μετά θυμήθηκα όλα τα καλοκαίρια με τους γονείς μου, που πάντα έτρεχαν για δουλειές, δουλειές και πάλι δουλειές, αυτά τα πολύτιμα καλοκαίρια που για μερικές βδομάδες ήμασταν μόνο οι τέσσερις μας και ένα τροχόσπιτο. Χωρίς δουλειές.
Θυμήθηκα το τρόπο που κατακρεουργούσε ο πατέρας μου το καρπούζι δίνοντας μας φέτες να φάμε και την μαμά να φωνάζει πως θα λερωθούμε.
Τον ήχο από το τάβλι που έπαιζαν κάθε βράδυ οι δυο τους, με την μητέρα μου πάντα να διεκδικεί την νίκη.
Μύρισα τον καγιανά της μητέρας μου και τις τηγανητές πατάτες, σχεδόν καθημερινό φαγητό στις διακοπές, τα οποία μαγείρευε πάνω σε μια μπουκάλα με υγραέριο και ένα τηγανάκι τόσο δα.
Ένιωσα την αλμύρα της θάλασσας, στις ατελείωτες βουτιές με τον πατέρα μου, αυτός να με πετάει ακόμα πιο ψηλά και η μητέρα μου να φωνάζει πως φοβάται, "Χρήστο, μην πετάς έτσι το παιδί, φοβάμαι δεν το καταλαβαίνεις;" και εγώ να φωνάζω "Πιο ψηλά μπαμπάααα" και ο πατέρας μου να γελάει και να με πετάει όντως πιο ψηλά. (ή μήπως έτσι μου φαινόταν;) Και η δόλια η μάνα μου αντί να απολαμβάνει τον ήλιο να κάθεται καθιστή να μην μας χάνει από το βλέμμα της- λες και θα μπορούσε να κάνει κάτι, ποιος; Η μάνα μου, που πνίγεται στην ακρογιαλιά με θάλασσα-λάδι...
"Άκουσα" την σιωπή της Σουλτάνας που όλη μέρα, κάθε μέρα διάβαζε ένα βιβλίο. Άκουσα τα παρακάλια μου να έρθει να παίξουμε, την επίμονη άρνηση της. Ένιωσα την σκόνη που σήκωνε το ποδήλατο μου με κάθε απότομο φρενάρισμα που έκανα, έτσι επειδή με διασκέδαζε. Άκουσα τις τσιρίδες της Σουλτάνας επειδή φρέναρα δίπλα της απότομα ενώ διάβαζε αυτό το ρημαδοβιβλίο!
Θυμήθηκα πως πέρασα καλοκαίρια ξέγνοιαστα, όπου το μόνο που με ένοιαζε ήταν πόσες βουτιές θα κάνω, πόσο περισσότερο μπορώ να εκνευρίσω την Σουλτάνα, αν τα σύκα που θα διαλέξω θα είναι γλυκά και πόσα παγωτά θα με άφηναν να φάω.
Σήμερα λοιπόν, κόντρα σε αυτόν τον Αύγουστο που δοκιμάζει την οικογένεια μας και αγαπημένα μας πρόσωπα, εγώ επιλέγω να βυθιστώ για λίγο σε αυτές τις αναμνήσεις. Το επιλέγω, διότι το απόγευμα κοιτούσα ένα μαιμουδάκι πασαλειμμένο με ένα κόκκινο περίγραμμα γύρω από τα χείλη του από τα σύκα που έφαγε, ένα μαιμουδάκι που όταν του είπα πως πιθανότατα είναι το αγαπημένο μου φρούτο, απάντησε όλο σιγουριά: "Και εμένα μαμά!"
Και μένω να αναρωτιέμαι αν στην πορεία θα είναι όντως αλήθεια αυτό. Μένω να συνειδητοποιώ πως κάποιες φορές δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια για να χαραχτούν μέσα μας υπέροχες αναμνήσεις. Δεν νομίζω πως η γιαγιά μου όταν, ταλαίπωρη από την κούραση όλων των εργασιών όλη μέρα, καθόταν να μου καθαρίσει μερικά σύκα, συνειδητοποιούσε πως αυτό θα μείνει μια τόσο ζωντανή ανάμνηση μέσα μου. Όχι. Ήταν η αγάπη όμως που υπήρχε, αυτή δημιουργεί τις πιο υπέροχες αναμνήσεις.
Και από αυτή ξεχειλίζουμε σε αυτή την οικογένεια. Δεν έχω φόβο λοιπόν.
Κι όμως γίνεται. Καθώς καθάριζα σήμερα το απόγευμα τα σύκα που μου έφερε ο πατέρας μου, σχεδόν ένιωσα την κάψα στην αυλή της γιαγιάς μου όταν καθόταν σε ένα χαμηλό σκαμπό μπροστά από μια κοφίνα γεμάτη σύκα καθαρίζοντας τα υπομονετικά, την ίδια στιγμή που εγώ τα άνοιγα με λαχτάρα και τα έτρωγα έτσι, πολλές φορές μαζί και με λίγη φλούδα. "Κοίτα τα τα μην έχουν σκουλήκια" φώναζε η γιαγιούλα μου όλο ταραχή βλέποντας με να τα καταβροχθίζω χωρίς πολύ σκέψη, και εγώ απλά αναρωτιόμουν αν το επόμενο θα είναι ακόμα πιο γλυκό.
Σχεδόν άκουσα την φωνή του παππού μου να με φωνάζει κάτω από την συκιά για να μου δώσει το πρώτο σύκο μέχρι να γεμίσει την κοφίνα. Πάντα ανοιγμένο και ελεγμένο από τον ίδιο. Ένιωσα την δροσιά κάτω από τα φύλλα της. Θυμήθηκα τον φόβο μου για αυτή την παλιά και ταλαιπωρημένη ξύλινη σκάλα που χρησιμοποιούσε ο παππούς μου για να σκαρφαλώνει όπου χρειαζόταν, άκουσα το τρίξιμο σε κάθε πάτημα του.
Και μετά ήρθαν και άλλες αναμνήσεις...
Το χουζούρεμα κάτω από τον τεράστιο πλάτανο δίπλα στο πηγάδι, όπου πάντα είχε ένα ράντζο ο παππούς και ξάπλωνα χαζεύοντας τα φύλλα να κουνιούνται ή διαβάζοντας κόμιξ απολαμβάνοντας τον ίσκιο. Αυτός ο πλάτανος είναι από τα λίγα πράγματα που παρότι μεγάλωσα εξακολουθώ να θεωρώ τεράστιο.
Ο υποχρεωτικός μεσημεριανός ύπνος, όπου απλά περίμενα με υπομονή να ακούσω την γιαγιά μου να ροχαλίζει, (ο παππούς κοιμόταν πάντα κάτω από τον πλάτανο), και σηκωνόμουν νυχοπατώντας (μιας και ξυπνούσε και εύκολα η γιαγιούλα μου), και πήγαινα στην βιβλιοθήκη στην είσοδο του σπιτιού και ξεφύλλιζα ένα ένα τα βιβλία της θείας μου.
Οι λίγες μα επεισοδιακές ομαδικές αποδράσεις σε φυσικά λουτρά, όπου έβαζε ο παππούς μου την καρότσα στο τρακτέρ, περνούσε από όλα τα σπίτια στο χωριό και φόρτωνε κόσμο για να πάμε όλοι μαζί για μπάνιο...
Το μάζεμα του καλαμποκιού, όπου στρώναμε μια τεράστια λινάτσα δίπλα στο σπίτι και απλώναμε όλο το καλαμπόκι να ξεραθεί, και εγώ με το ζόρι κρατιόμουν να μην πέσω μέσα με τα μούτρα και να προσποιηθώ ότι κολυμπάω. Θυμάμαι να παρακαλάω την γιαγιά μου να με αφήσει και αυτή να λέει πως θα με πιάσει φαγούρα, δεν κάνει και άλλα πολλά που δεν θυμάμαι μα επειδή μου είχε αδυναμία με άφηνε πότε, πότε ίσα να περπατήσω ξυπόλυτη σε αυτό τονίζοντας μου "Μην σου φύγει κουβέντα στον παππού σου κακομοίρα μου"
Ακόμα δεν έχω καταλάβει γιατί ήταν τόσο σημαντικό να μην πέσω με τα μούτρα μέσα σε αυτή την κατακίτρινη θάλασσα...
Άκουσα τον κόκκορα να λαλάει όλο πάθος και ένταση ακριβώς έξω από το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας μας. Άκουσα τα ξύλα να κροταλίζουν στον ξυλόφουρνο με το πρώτο χάραμα και σχεδόν μύρισα το φρεσκοψημένο ψωμί που ζύμωνε η γιαγιά μου πριν καν ξημερώσει ώστε να ξεκουραστεί και να φουσκώσει.
Ένιωσα τον άνεμο στο πρόσωπο μου από τις βόλτες με την μηχανή του πατέρα μου, όταν έρχονταν να μας δουν στο χωριό. Ένιωσα και πάλι την σιγουριά πως δεν θα πάθω τίποτα γιατί είμαι με τον μπαμπά μου. Τι θα μπορούσα να πάθω από το οποίο να μην μπορεί να με προστατέψει;
Και μετά θυμήθηκα όλα τα καλοκαίρια με τους γονείς μου, που πάντα έτρεχαν για δουλειές, δουλειές και πάλι δουλειές, αυτά τα πολύτιμα καλοκαίρια που για μερικές βδομάδες ήμασταν μόνο οι τέσσερις μας και ένα τροχόσπιτο. Χωρίς δουλειές.
Θυμήθηκα το τρόπο που κατακρεουργούσε ο πατέρας μου το καρπούζι δίνοντας μας φέτες να φάμε και την μαμά να φωνάζει πως θα λερωθούμε.
Τον ήχο από το τάβλι που έπαιζαν κάθε βράδυ οι δυο τους, με την μητέρα μου πάντα να διεκδικεί την νίκη.
Μύρισα τον καγιανά της μητέρας μου και τις τηγανητές πατάτες, σχεδόν καθημερινό φαγητό στις διακοπές, τα οποία μαγείρευε πάνω σε μια μπουκάλα με υγραέριο και ένα τηγανάκι τόσο δα.
Ένιωσα την αλμύρα της θάλασσας, στις ατελείωτες βουτιές με τον πατέρα μου, αυτός να με πετάει ακόμα πιο ψηλά και η μητέρα μου να φωνάζει πως φοβάται, "Χρήστο, μην πετάς έτσι το παιδί, φοβάμαι δεν το καταλαβαίνεις;" και εγώ να φωνάζω "Πιο ψηλά μπαμπάααα" και ο πατέρας μου να γελάει και να με πετάει όντως πιο ψηλά. (ή μήπως έτσι μου φαινόταν;) Και η δόλια η μάνα μου αντί να απολαμβάνει τον ήλιο να κάθεται καθιστή να μην μας χάνει από το βλέμμα της- λες και θα μπορούσε να κάνει κάτι, ποιος; Η μάνα μου, που πνίγεται στην ακρογιαλιά με θάλασσα-λάδι...
"Άκουσα" την σιωπή της Σουλτάνας που όλη μέρα, κάθε μέρα διάβαζε ένα βιβλίο. Άκουσα τα παρακάλια μου να έρθει να παίξουμε, την επίμονη άρνηση της. Ένιωσα την σκόνη που σήκωνε το ποδήλατο μου με κάθε απότομο φρενάρισμα που έκανα, έτσι επειδή με διασκέδαζε. Άκουσα τις τσιρίδες της Σουλτάνας επειδή φρέναρα δίπλα της απότομα ενώ διάβαζε αυτό το ρημαδοβιβλίο!
Θυμήθηκα πως πέρασα καλοκαίρια ξέγνοιαστα, όπου το μόνο που με ένοιαζε ήταν πόσες βουτιές θα κάνω, πόσο περισσότερο μπορώ να εκνευρίσω την Σουλτάνα, αν τα σύκα που θα διαλέξω θα είναι γλυκά και πόσα παγωτά θα με άφηναν να φάω.
Σήμερα λοιπόν, κόντρα σε αυτόν τον Αύγουστο που δοκιμάζει την οικογένεια μας και αγαπημένα μας πρόσωπα, εγώ επιλέγω να βυθιστώ για λίγο σε αυτές τις αναμνήσεις. Το επιλέγω, διότι το απόγευμα κοιτούσα ένα μαιμουδάκι πασαλειμμένο με ένα κόκκινο περίγραμμα γύρω από τα χείλη του από τα σύκα που έφαγε, ένα μαιμουδάκι που όταν του είπα πως πιθανότατα είναι το αγαπημένο μου φρούτο, απάντησε όλο σιγουριά: "Και εμένα μαμά!"
Και μένω να αναρωτιέμαι αν στην πορεία θα είναι όντως αλήθεια αυτό. Μένω να συνειδητοποιώ πως κάποιες φορές δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια για να χαραχτούν μέσα μας υπέροχες αναμνήσεις. Δεν νομίζω πως η γιαγιά μου όταν, ταλαίπωρη από την κούραση όλων των εργασιών όλη μέρα, καθόταν να μου καθαρίσει μερικά σύκα, συνειδητοποιούσε πως αυτό θα μείνει μια τόσο ζωντανή ανάμνηση μέσα μου. Όχι. Ήταν η αγάπη όμως που υπήρχε, αυτή δημιουργεί τις πιο υπέροχες αναμνήσεις.
Και από αυτή ξεχειλίζουμε σε αυτή την οικογένεια. Δεν έχω φόβο λοιπόν.
Μα τι γλυκό κείμενο! !Ποσες αναμνήσεις εφερες με τη σειρα σου κ σε μενα!Τι ομορφες στιγμες!ποσο εύκολα οντως χαραζονται οι αναμνησεις!Ας χαραξουμε κ μεις με τη σειρα μας στα μυαλουδακια των παιδιών μας τις πιο ομορφες εικόνες, μυρωδιες κ γεύσεις. ..απλά, με μεγάλη δόση αγαπης!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑ.
Αυτό ακριβώς! Χαίρομαι που σου δημιούργησε γλυκά συναισθήματά και αναμνήσεις η δική μου μικρή εξομολόγηση! Φιλιά πολλά!
ΔιαγραφήΤι γλυκιά και συγκινητική ανάρτηση ήταν αυτή!!! Αχ αυτά τα καλοκαίρια των παιδικών χρόνων... πόσο όμορφα κι ατέλειωτα!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜεγάλη αλήθεια είπες... Σε φιλώ γλυκά βιβλιοσκουλικο μου!
ΔιαγραφήΤι συγκινητική ανάρτηση!!! Λες και τα έβλεπα μπροστά μου πόσες όμορφες αναμνήσεις ήρθαν και στο μυαλό μου!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλιά πολλά Γιάννα μου ♥
Χαίρομαι... Φιλιά πολλά και από εμένα!
Διαγραφή