Ο δρόμος χθες με έβγαλε στο πατρικό μου. Για κυριακάτικο μεσημεριανό, αυτό το δικό μας. Τον πατέρα μου να ψήνει όλων των ειδών τα κρέατα στον ξυλόφουρνο και την μητέρα μου να πανικοβάλλεται για τις δυο σαλάτες που θα φτιάξει- πως τις θέλουμε, τις θέλουμε καν ή θέλουμε κάτι που δεν έχει σκεφτεί, τι άλλο θέλουμε.
Μετά από μια βδομάδα που είχαν να βρεθούν το μαιμούδι και η βρωμούσα, οι τσιρίδες και τα τρεχαλητά μέσα στο σπίτι κυριαρχούσαν με την μητέρα μου και την Σουλτάνα να τρέχουν από πίσω για να ξεκουράσουν εμένα και αυτό το φασολάκι που μας έβαλε σε μπελάδες από την αρχή.
Αφού φάγαμε με το δικό μας μοναδικό τρόπο- τον πατέρα μου δηλαδή να ζητάει πάντα το αλάτι και να τον σερβίρει η μητέρα μου, (ποτέ μόνος είναι η δική τους ιερή συμφωνία), την μητέρα μου να μην κάθεται στην ουσία μέχρι να έχουμε φάει σχεδόν όλοι- πότε φέρνοντας ένα ποτό ακόμη, το ψωμί που σχεδόν πάντα ξεχνάει, πότε για να συμπληρώσει την πιατέλα με το φαγητό, την Σουλτάνα να λέει "Πω πω τι τέλεια και λαχταριστά που είναι όοοοολα" με την δική της τραγουδιστή χροιά, τον Παναγιώτη να βιάζεται πάντα να φύγει για δουλειά και να αποφεύγει με μαεστρία τους ψευτοκαυγάδες που πάντα προσπαθεί να ξεκινήσει ο πατέρας μου, την βρωμούσα να μην κλείνει το στόμα της ΟΥΤΕ στιγμή και την δόλια μάνα της να προσπαθεί να χώσει στα ανοίγματα το ελάχιστο φαγητό που πάντα καταδέχεται να τρώει, τον καλοπαντρεμένο, της Σουλτάνας καλέ, να μας λείπει αφού εργαζόταν με την βρωμούσα να μην σταματάει να ρωτάει "γιατί όχι κανείς καρέκλα εκείνη;;;", το μαιμούδι να τρώει στα τυφλά αφού περιεργαζόταν με πάθος ένα παλιό walkman που το έδωσε ο πατέρας μου και εγώ... εγώ να είμαι ευτυχισμένη που το φαγητό δεν πήρε πολύ μυρωδιά από τον ξυλόφουρνο αφού θα με ενοχλούσε πολύ στην συγκεκριμένη φάση και ενώ θέλω να τα φάω όλα, να καταλήγω πάντα σε ένα παΐδι και μια γαβάθα σαλάτα- γιατί δεν ξέρω- στην μάνα μου πλακώνω πάντα την σαλάτα- αφού λοιπόν κάναμε όλα αυτά και ήρθε και το γλυκό εγώ ήμουν ήδη τόσο μα τόσο εξαντλημένη που ή έπρεπε να φύγω ή να ξαπλώσω.
Και το ξέρω πως θα σας φανεί εξαιρετικά παράξενο, μα έχω να ξαπλώσω στο πατρικό μου από το 2005 που μετακόμισα σπίτι μου και ας είναι το σπίτι μου δυο ορόφους διαφορά. Και χθες δεν είχα αυτό το σκοπό, μα έτσι όπως έτρεξαν τα πιτσιρίκια ουρλιάζοντας για ακόμα μια φορά στο δωμάτιο της αδελφής μου για να ψαχουλέψουν τα τωρινά συρτάρια πλέον του παππού που κρύβουν τα πάντα, αντί να κάτσω στην άκρη του κρεβατιού- ξάπλωσα.
Και αυτό ήταν. Παραδόθηκα. Ρώτησα αν μπορούν να κοιτάξουν για λίγο τα παιδιά για να ξεκουραστώ. Και έτσι και έγινε.
Μια ώρα και κάτι ξάπλωσα- πολύ λιγότερο κοιμήθηκα- μια ώρα που άκουγα τον χαρούμενο χαμό χωρίς να συμμετέχω, μια ώρα που κάμποσες φορές όρμησαν μέσα τα παιδιά για να μου αφήσουν ένα ψευτόφαγητό στο κρεβάτι από αυτά που ετοίμαζαν στον παιχνίδι τους- άλλες τόσες φορές που ακολούθησε η μητέρα μου λέγοντας "Αφήστε λίγο την θεία και την μαμά να ξεκουραστεί", άλλες τόσες εγώ να μονολογώ "Δεν πειράζει, άστα".
Αυτή η μια ώρα όμως ήταν αρκετή. Ήταν αρκετή για να νιώσω λίγο- ελάχιστα- αυτή την αίσθηση που έχεις όταν είσαι παιδί. Ξέρεις. Αυτή που ξαπλώνεις ξεσκέπαστος και ξυπνάς σκεπασμένος. Αυτή που έχεις πετάξει τα παπούτσια σου όπως όπως αφού αρχικά ξάπλωσες με αυτά και μετά τα βρίσκεις όμορφα τακτοποιημένα στην άκρη του κρεβατιού. Αυτή που εκεί που νιώθεις λίγη ψύχρα έχει βρεθεί ένα χέρι και έχει τραβήξει την κουβέρτα στην πλάτη που έχει φύγει. Αυτή που μόλις σηκώνεσαι κάποιος σε ρωτάει "Να σου φέρω κάτι;"
Αυτή που άλλος έχει την έγνοια σου και όχι εσύ.
Πόσο υπέροχο συναίσθημα αυτό. Πρέπει να υπερχειλίζουμε τα παιδιά μας με αυτό το συναίσθημα γιατί θα τους λείψει- είναι το μόνο βέβαιο. Εμένα μου λείπει πολύ το έχω γράψει και άλλες φορές και το έχω πει άλλες τόσες σε κουβέντες με φίλους. Ειδικά αυτή την περίοδο ή κάθε περίοδο της ζωής μου που νιώθω πως χάνω εντελώς τον έλεγχο- της ζωής μου, του μυαλού μου, της ψυχικής μου υγείας- περισσότερο από ποτέ.
Βλέπετε είναι και αυτός ο τρελός ο Κρητίκαρος ο πατέρας μου που με μεγάλωσε με μόνο του αυτοσκοπό να είμαι δυναμική, αυτάρκης, να μην έχω ανάγκη κανέναν, να μην εμπιστεύομαι ούτε την μύτη μου. (αλλιώς το λέει μα δεν μπορώ να πω τέτοια λόγια!). Έλα όμως που όσο δυναμικός και να είσαι, όσο αυτάρκης, κάποια στιγμή θα βρεθείς σε ανάγκη. Πάντα έχεις ανάγκη κάποιον- αλλιώς ποιο το νόημα; Και εν τέλει κάποιον πρέπει να εμπιστευτείς. Αλλιώς θα αποτρελαθείς.
Όπως λοιπόν είπε μια μέρα ο σοφός τετράχρονος γιος μου σε ένα παραλήρημα που είχα με φίλους καταλήγοντας " Ποιον να εμπιστευτώ μου λες;;;" - "Τον Χριστούλι μαμά. Αυτόν να εμπιστευτείς."
Και ξέρεις. Σε αυτή την φάση της ζωής μου είναι το μόνο που- όσο παράλογο και αν ακούγεται ίσως σε κάποιους- μου δίνει δύναμη να συνεχίσω.
Και όλα αυτά από αυτή την μία ώρα ύπνου στο πατρικό μου...
Μετά από μια βδομάδα που είχαν να βρεθούν το μαιμούδι και η βρωμούσα, οι τσιρίδες και τα τρεχαλητά μέσα στο σπίτι κυριαρχούσαν με την μητέρα μου και την Σουλτάνα να τρέχουν από πίσω για να ξεκουράσουν εμένα και αυτό το φασολάκι που μας έβαλε σε μπελάδες από την αρχή.
Αφού φάγαμε με το δικό μας μοναδικό τρόπο- τον πατέρα μου δηλαδή να ζητάει πάντα το αλάτι και να τον σερβίρει η μητέρα μου, (ποτέ μόνος είναι η δική τους ιερή συμφωνία), την μητέρα μου να μην κάθεται στην ουσία μέχρι να έχουμε φάει σχεδόν όλοι- πότε φέρνοντας ένα ποτό ακόμη, το ψωμί που σχεδόν πάντα ξεχνάει, πότε για να συμπληρώσει την πιατέλα με το φαγητό, την Σουλτάνα να λέει "Πω πω τι τέλεια και λαχταριστά που είναι όοοοολα" με την δική της τραγουδιστή χροιά, τον Παναγιώτη να βιάζεται πάντα να φύγει για δουλειά και να αποφεύγει με μαεστρία τους ψευτοκαυγάδες που πάντα προσπαθεί να ξεκινήσει ο πατέρας μου, την βρωμούσα να μην κλείνει το στόμα της ΟΥΤΕ στιγμή και την δόλια μάνα της να προσπαθεί να χώσει στα ανοίγματα το ελάχιστο φαγητό που πάντα καταδέχεται να τρώει, τον καλοπαντρεμένο, της Σουλτάνας καλέ, να μας λείπει αφού εργαζόταν με την βρωμούσα να μην σταματάει να ρωτάει "γιατί όχι κανείς καρέκλα εκείνη;;;", το μαιμούδι να τρώει στα τυφλά αφού περιεργαζόταν με πάθος ένα παλιό walkman που το έδωσε ο πατέρας μου και εγώ... εγώ να είμαι ευτυχισμένη που το φαγητό δεν πήρε πολύ μυρωδιά από τον ξυλόφουρνο αφού θα με ενοχλούσε πολύ στην συγκεκριμένη φάση και ενώ θέλω να τα φάω όλα, να καταλήγω πάντα σε ένα παΐδι και μια γαβάθα σαλάτα- γιατί δεν ξέρω- στην μάνα μου πλακώνω πάντα την σαλάτα- αφού λοιπόν κάναμε όλα αυτά και ήρθε και το γλυκό εγώ ήμουν ήδη τόσο μα τόσο εξαντλημένη που ή έπρεπε να φύγω ή να ξαπλώσω.
Και το ξέρω πως θα σας φανεί εξαιρετικά παράξενο, μα έχω να ξαπλώσω στο πατρικό μου από το 2005 που μετακόμισα σπίτι μου και ας είναι το σπίτι μου δυο ορόφους διαφορά. Και χθες δεν είχα αυτό το σκοπό, μα έτσι όπως έτρεξαν τα πιτσιρίκια ουρλιάζοντας για ακόμα μια φορά στο δωμάτιο της αδελφής μου για να ψαχουλέψουν τα τωρινά συρτάρια πλέον του παππού που κρύβουν τα πάντα, αντί να κάτσω στην άκρη του κρεβατιού- ξάπλωσα.
Και αυτό ήταν. Παραδόθηκα. Ρώτησα αν μπορούν να κοιτάξουν για λίγο τα παιδιά για να ξεκουραστώ. Και έτσι και έγινε.
Μια ώρα και κάτι ξάπλωσα- πολύ λιγότερο κοιμήθηκα- μια ώρα που άκουγα τον χαρούμενο χαμό χωρίς να συμμετέχω, μια ώρα που κάμποσες φορές όρμησαν μέσα τα παιδιά για να μου αφήσουν ένα ψευτόφαγητό στο κρεβάτι από αυτά που ετοίμαζαν στον παιχνίδι τους- άλλες τόσες φορές που ακολούθησε η μητέρα μου λέγοντας "Αφήστε λίγο την θεία και την μαμά να ξεκουραστεί", άλλες τόσες εγώ να μονολογώ "Δεν πειράζει, άστα".
Αυτή η μια ώρα όμως ήταν αρκετή. Ήταν αρκετή για να νιώσω λίγο- ελάχιστα- αυτή την αίσθηση που έχεις όταν είσαι παιδί. Ξέρεις. Αυτή που ξαπλώνεις ξεσκέπαστος και ξυπνάς σκεπασμένος. Αυτή που έχεις πετάξει τα παπούτσια σου όπως όπως αφού αρχικά ξάπλωσες με αυτά και μετά τα βρίσκεις όμορφα τακτοποιημένα στην άκρη του κρεβατιού. Αυτή που εκεί που νιώθεις λίγη ψύχρα έχει βρεθεί ένα χέρι και έχει τραβήξει την κουβέρτα στην πλάτη που έχει φύγει. Αυτή που μόλις σηκώνεσαι κάποιος σε ρωτάει "Να σου φέρω κάτι;"
Αυτή που άλλος έχει την έγνοια σου και όχι εσύ.
Πόσο υπέροχο συναίσθημα αυτό. Πρέπει να υπερχειλίζουμε τα παιδιά μας με αυτό το συναίσθημα γιατί θα τους λείψει- είναι το μόνο βέβαιο. Εμένα μου λείπει πολύ το έχω γράψει και άλλες φορές και το έχω πει άλλες τόσες σε κουβέντες με φίλους. Ειδικά αυτή την περίοδο ή κάθε περίοδο της ζωής μου που νιώθω πως χάνω εντελώς τον έλεγχο- της ζωής μου, του μυαλού μου, της ψυχικής μου υγείας- περισσότερο από ποτέ.
Βλέπετε είναι και αυτός ο τρελός ο Κρητίκαρος ο πατέρας μου που με μεγάλωσε με μόνο του αυτοσκοπό να είμαι δυναμική, αυτάρκης, να μην έχω ανάγκη κανέναν, να μην εμπιστεύομαι ούτε την μύτη μου. (αλλιώς το λέει μα δεν μπορώ να πω τέτοια λόγια!). Έλα όμως που όσο δυναμικός και να είσαι, όσο αυτάρκης, κάποια στιγμή θα βρεθείς σε ανάγκη. Πάντα έχεις ανάγκη κάποιον- αλλιώς ποιο το νόημα; Και εν τέλει κάποιον πρέπει να εμπιστευτείς. Αλλιώς θα αποτρελαθείς.
Όπως λοιπόν είπε μια μέρα ο σοφός τετράχρονος γιος μου σε ένα παραλήρημα που είχα με φίλους καταλήγοντας " Ποιον να εμπιστευτώ μου λες;;;" - "Τον Χριστούλι μαμά. Αυτόν να εμπιστευτείς."
Και ξέρεις. Σε αυτή την φάση της ζωής μου είναι το μόνο που- όσο παράλογο και αν ακούγεται ίσως σε κάποιους- μου δίνει δύναμη να συνεχίσω.
Και όλα αυτά από αυτή την μία ώρα ύπνου στο πατρικό μου...
Χα..αυτά η ώρα.. τι μου θύμισες τώρα... έχω χρόνια να τη ζήσω.. αλλά είμαι σίγουρη πως την επόμενη φορά που θα βρεθώ στο πατρικό ου θα την επιδιώξω γιατί την έχω ανάγκη..
ΑπάντησηΔιαγραφήΣοφός ο μικρός σου... Keep up girl!
Νομίζω όλοι χρειαζόμαστε αυτή την ψευδαίσθηση στην ενήλικη ζωή μας... Είναι πράγματι... Αρκεί να έχεις τα μάτια της καρδιάς ανοιχτά για να βλέπεις... Σε φιλώ γλυκά...
Διαγραφή