Με την θάλασσα έχω μια σχέση έρωτα και φόβου. Την λατρεύω μα και την φοβάμαι. Δεν ήταν πάντα έτσι...
Αρχικά απλά την λάτρευα. Σαν παιδί μεταναστών στην Νότιο Αφρική, είδα και ένιωσα θάλασσα για πρώτη φορά σχεδόν στα έξι μου χρόνια. Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Ο πατέρας μου, ο οποίος φρόντιζε πάντα να ζούμε μοναδικές οικογενειακές στιγμές, (δείτε εδώ), καλλιέργησε ακόμα περισσότερο αυτόν τον έρωτα με πολυήμερες διακοπές με το τροχόσπιτο μας- όπου κατασκηνώναμε ελεύθερα τότε σε οποιαδήποτε παραλία μας μάγευε. Ήμασταν λοιπόν συνήθως μόνο εμείς, η παραλία και η θάλασσα. Ταυτόχρονα, έβγαλε άδεια και αγόρασε ένα κρις κράφτ και οι περιπλανήσεις μας στα ελληνικά νερά ήταν από τις πιο μαγικές στιγμές μου.
Με θυμάμαι ατρόμητη να βουτάω από το κρις κράφτ σε άπατα, σκούρα μπλε νερά και να μην έχω έννοια στον κόσμο καμιά. Θυμάμαι να φοράω την μάσκα μου και να μου αποκαλύπτεται ένας κόσμος διαφορετικός, άγνωστος που παρόλα αυτά δεν με φόβιζε. Ήταν η ψευδαίσθηση της ασφάλειας που ένιωθα δίπλα στον πατέρα μου; Μπορεί. Θυμάμαι ωστόσο τον πατέρα μου πάντα να μου τονίζει την δύναμη της θάλασσας. Πως οφείλω να την σέβομαι. (αυτή και το ηλεκτρικό ρεύμα- πολλά μαθήματα και εκεί!) Να μην την θεωρώ δεδομένη και να μην υπερβαίνω ποτέ τις δυνάμεις μου μέσα σε αυτή. Να προσέχω. Θυμάμαι τον άκουγα. Μα και πάλι δεν φοβόμουν. Αντίθετα. Όλο και μεγάλωνε ο θαυμασμός για αυτό το απέραντο μπλε που τόσο σεβόταν ο άνθρωπος που τόσο σεβόμουν και εγώ με την σειρά μου.
Και να οι βουτιές. Οι εξερευνήσεις. Οι ατελείωτες ώρες μέσα στα νερά μέχρι να μουλιάσω, να γίνουν τα χείλη μου μπλε και να βεβαιώνω τουρτουρίζοντας πως "¨ΟΧΙ, ΔΕΝ κρυώνω λέμε", την μητέρα μου που ωρυόταν να βγω ΑΜΕΣΩΣ έξω! Να βλέπω αγριεμένη θάλασσα και να τρελαίνομαι από την χαρά μου, με τα μούτρα να βουτάω στα κύματα.
Κι όμως. Έτσι ήμουν. Όσοι φίλοι μου με γνωρίζουν θα γελάνε αδυνατώντας να πιστέψουν πιθανότατα αυτά που διαβάζουν. Διότι άλλη Γιάννα γνωρίζουν. Σίγουρα όχι την ατρόμητη. Μα την φοβιτσιάρα. Και ξέρεις πότε εμφανίστηκε ο φόβος; Όταν πήγα εκείνο το πρώτο μπάνιο μόνη μου. Χωρίς τους γονείς μου. Όταν με έπιασε εκείνη η πρώτη κράμπα λόγου του συνδρόμου Τόμσεν και δεν είχα δίπλα μου τον πατέρα μου αλλά την καλύτερη μου φίλη. Και μπορεί η Κελλού μου, σαν γνήσιο δελφίνι, να με φρόντισε υπέροχα, μα κάτι μέσα στην ψυχή εκείνου του ατρόμητου κοριτσιού είχε σπάσει. Δεν ήταν πια ατρόμητο. Γιατί είχε πια συναίσθηση του κινδύνου. Ξαφνικά όλα τα λόγια του πατέρα μου πήραν την πραγματική τους μορφή.
'Ετσι, αργά αλλά σταθερά όσο και αν την λαχταρούσα δεν υπήρχε περίπτωση να ξανοιχτώ στα άπατα. Ούτε να πέφτω με τα μούτρα στα κύματα της. Υπήρξε μια περίοδος που γέμιζα αυτή μου την ανάγκη με άπειρα μπάνια και βουτιές σε πισίνες που με φόβιζαν λιγότερο. Όσο και αν την λάτρευα, ο φόβος μου νικούσε.
Μόλις έγινα μητέρα... Καταλαβαίνεις. Μην στα λέω. Λόγω και των μυικών και κινητικών προβλημάτων που έχω πια, το γεγονός πως η εμπιστοσύνη στο σώμα μου είχε πια κλονιστεί η σχέση αυτή έρωτα και φόβου επηρεάστηκε ακόμα περισσότερο. Έλα όμως που και το μαιμουδάκι ερωτεύτηκε την θάλασσα με την πρώτη ματιά... Γίνεται να του στερήσω τέτοια ευλογία; Γίνομαι λοιπόν ο πατέρας μου. Δημιουργώντας του αυτή την ασφάλεια, τονίζοντας ωστόσο πόσο πρέπει να σέβεται τα γαλάζια νερά της. Και ας τρέμει το φιλοκάρδι μου. Και ας έχω σκεφτεί όλα τα πιθανά σενάρια. Είμαι εκεί να ενισχύω αυτή την αγάπη και να την στηρίζω.
Έρχεται όμως και κάποια στιγμή που το μαιμούδι θα πάει στην παραλία για εξερεύνηση με τον μπαμπά. Και θα μείνει η μαμά μόνη στην παραλία, να κοιτάει με λαχτάρα την όχι τόσο φουρτουνιασμένη θάλασσα, μα που παρόλα αυτά πολύ την φοβίζει. Με ένα σώμα που δεν αναγνωρίζει πια, (μα που αγαπά αφού αυτό φιλοξένησε 4 ζωές και την κράτησε ζωντανή στις κολάσεις της- αυτό όμως είναι μια άλλη ανάρτηση), που την πονάνε τα πάντα, οι κράμπες είναι ύπουλες πια και ξαφνικές, ενώ η ψυχή της με κανένα ψήγμα θάρρους. Την κοιτάει, παρακολουθεί τους άντρες της να απομακρύνονται όλο και περισσότερο, άδεια σχεδόν η παραλία- μα και γεμάτη να ήταν, έχει μάθει να μην εμπιστεύεται κανέναν πέρα από τον εαυτό της- και παρόλο που φοβάται, παρόλο που το θεωρεί κακή ιδέα έχει ανάγκη να βουτήξει. Μόνη. Εκεί που σκάνε τα κύματα. Που σε παρασύρουν. Με δισταγμό μπαίνει. Μην γελιέσαι. Δεν κάνει δα και κάτι παράτολμο. Στα δικά σου μάτια. Στα δικά της κάνει υπέρβαση. Δεν έχει κανέναν ενήλικα κοντά. Δεν έχει το παιδί της που την αναγκάζει να γίνει η γενναία. Είναι μόνη. Είναι ξανά εκείνο το κορίτσι μα με φορτωμένα 30 χρόνια στην πλάτη του. Δεν κάνει τίποτα σπουδαίο. Όμως νιώθει σπουδαία. Γενναία. Γελάει κιόλας. Γελάει για να ξορκίσει τον φόβο μην και το σώμα της την προδώσει...
Να ήταν πέντε λεπτά; Δέκα; Τόσο περίπου βούτηξα σε ρηχά νερά εκεί που το κύμα σκάει και σε παρασύρει. Τα ένιωσα όμως περισσότερα. Βγήκα από την θάλασσα χαμογελώντας πλατιά και ας με πέθαινε στο πόνο ο ώμος μου. Ξέρεις γιατί; Ίσως τελικά είμαι πιο ατρόμητη όταν τολμώ παρά τον φόβο. Ναι. Σίγουρα είμαι πιο ατρόμητη όταν τολμώ παρά τον φόβο...
Αρχικά απλά την λάτρευα. Σαν παιδί μεταναστών στην Νότιο Αφρική, είδα και ένιωσα θάλασσα για πρώτη φορά σχεδόν στα έξι μου χρόνια. Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Ο πατέρας μου, ο οποίος φρόντιζε πάντα να ζούμε μοναδικές οικογενειακές στιγμές, (δείτε εδώ), καλλιέργησε ακόμα περισσότερο αυτόν τον έρωτα με πολυήμερες διακοπές με το τροχόσπιτο μας- όπου κατασκηνώναμε ελεύθερα τότε σε οποιαδήποτε παραλία μας μάγευε. Ήμασταν λοιπόν συνήθως μόνο εμείς, η παραλία και η θάλασσα. Ταυτόχρονα, έβγαλε άδεια και αγόρασε ένα κρις κράφτ και οι περιπλανήσεις μας στα ελληνικά νερά ήταν από τις πιο μαγικές στιγμές μου.
Με θυμάμαι ατρόμητη να βουτάω από το κρις κράφτ σε άπατα, σκούρα μπλε νερά και να μην έχω έννοια στον κόσμο καμιά. Θυμάμαι να φοράω την μάσκα μου και να μου αποκαλύπτεται ένας κόσμος διαφορετικός, άγνωστος που παρόλα αυτά δεν με φόβιζε. Ήταν η ψευδαίσθηση της ασφάλειας που ένιωθα δίπλα στον πατέρα μου; Μπορεί. Θυμάμαι ωστόσο τον πατέρα μου πάντα να μου τονίζει την δύναμη της θάλασσας. Πως οφείλω να την σέβομαι. (αυτή και το ηλεκτρικό ρεύμα- πολλά μαθήματα και εκεί!) Να μην την θεωρώ δεδομένη και να μην υπερβαίνω ποτέ τις δυνάμεις μου μέσα σε αυτή. Να προσέχω. Θυμάμαι τον άκουγα. Μα και πάλι δεν φοβόμουν. Αντίθετα. Όλο και μεγάλωνε ο θαυμασμός για αυτό το απέραντο μπλε που τόσο σεβόταν ο άνθρωπος που τόσο σεβόμουν και εγώ με την σειρά μου.
Και να οι βουτιές. Οι εξερευνήσεις. Οι ατελείωτες ώρες μέσα στα νερά μέχρι να μουλιάσω, να γίνουν τα χείλη μου μπλε και να βεβαιώνω τουρτουρίζοντας πως "¨ΟΧΙ, ΔΕΝ κρυώνω λέμε", την μητέρα μου που ωρυόταν να βγω ΑΜΕΣΩΣ έξω! Να βλέπω αγριεμένη θάλασσα και να τρελαίνομαι από την χαρά μου, με τα μούτρα να βουτάω στα κύματα.
Κι όμως. Έτσι ήμουν. Όσοι φίλοι μου με γνωρίζουν θα γελάνε αδυνατώντας να πιστέψουν πιθανότατα αυτά που διαβάζουν. Διότι άλλη Γιάννα γνωρίζουν. Σίγουρα όχι την ατρόμητη. Μα την φοβιτσιάρα. Και ξέρεις πότε εμφανίστηκε ο φόβος; Όταν πήγα εκείνο το πρώτο μπάνιο μόνη μου. Χωρίς τους γονείς μου. Όταν με έπιασε εκείνη η πρώτη κράμπα λόγου του συνδρόμου Τόμσεν και δεν είχα δίπλα μου τον πατέρα μου αλλά την καλύτερη μου φίλη. Και μπορεί η Κελλού μου, σαν γνήσιο δελφίνι, να με φρόντισε υπέροχα, μα κάτι μέσα στην ψυχή εκείνου του ατρόμητου κοριτσιού είχε σπάσει. Δεν ήταν πια ατρόμητο. Γιατί είχε πια συναίσθηση του κινδύνου. Ξαφνικά όλα τα λόγια του πατέρα μου πήραν την πραγματική τους μορφή.
'Ετσι, αργά αλλά σταθερά όσο και αν την λαχταρούσα δεν υπήρχε περίπτωση να ξανοιχτώ στα άπατα. Ούτε να πέφτω με τα μούτρα στα κύματα της. Υπήρξε μια περίοδος που γέμιζα αυτή μου την ανάγκη με άπειρα μπάνια και βουτιές σε πισίνες που με φόβιζαν λιγότερο. Όσο και αν την λάτρευα, ο φόβος μου νικούσε.
Μόλις έγινα μητέρα... Καταλαβαίνεις. Μην στα λέω. Λόγω και των μυικών και κινητικών προβλημάτων που έχω πια, το γεγονός πως η εμπιστοσύνη στο σώμα μου είχε πια κλονιστεί η σχέση αυτή έρωτα και φόβου επηρεάστηκε ακόμα περισσότερο. Έλα όμως που και το μαιμουδάκι ερωτεύτηκε την θάλασσα με την πρώτη ματιά... Γίνεται να του στερήσω τέτοια ευλογία; Γίνομαι λοιπόν ο πατέρας μου. Δημιουργώντας του αυτή την ασφάλεια, τονίζοντας ωστόσο πόσο πρέπει να σέβεται τα γαλάζια νερά της. Και ας τρέμει το φιλοκάρδι μου. Και ας έχω σκεφτεί όλα τα πιθανά σενάρια. Είμαι εκεί να ενισχύω αυτή την αγάπη και να την στηρίζω.
Έρχεται όμως και κάποια στιγμή που το μαιμούδι θα πάει στην παραλία για εξερεύνηση με τον μπαμπά. Και θα μείνει η μαμά μόνη στην παραλία, να κοιτάει με λαχτάρα την όχι τόσο φουρτουνιασμένη θάλασσα, μα που παρόλα αυτά πολύ την φοβίζει. Με ένα σώμα που δεν αναγνωρίζει πια, (μα που αγαπά αφού αυτό φιλοξένησε 4 ζωές και την κράτησε ζωντανή στις κολάσεις της- αυτό όμως είναι μια άλλη ανάρτηση), που την πονάνε τα πάντα, οι κράμπες είναι ύπουλες πια και ξαφνικές, ενώ η ψυχή της με κανένα ψήγμα θάρρους. Την κοιτάει, παρακολουθεί τους άντρες της να απομακρύνονται όλο και περισσότερο, άδεια σχεδόν η παραλία- μα και γεμάτη να ήταν, έχει μάθει να μην εμπιστεύεται κανέναν πέρα από τον εαυτό της- και παρόλο που φοβάται, παρόλο που το θεωρεί κακή ιδέα έχει ανάγκη να βουτήξει. Μόνη. Εκεί που σκάνε τα κύματα. Που σε παρασύρουν. Με δισταγμό μπαίνει. Μην γελιέσαι. Δεν κάνει δα και κάτι παράτολμο. Στα δικά σου μάτια. Στα δικά της κάνει υπέρβαση. Δεν έχει κανέναν ενήλικα κοντά. Δεν έχει το παιδί της που την αναγκάζει να γίνει η γενναία. Είναι μόνη. Είναι ξανά εκείνο το κορίτσι μα με φορτωμένα 30 χρόνια στην πλάτη του. Δεν κάνει τίποτα σπουδαίο. Όμως νιώθει σπουδαία. Γενναία. Γελάει κιόλας. Γελάει για να ξορκίσει τον φόβο μην και το σώμα της την προδώσει...
Να ήταν πέντε λεπτά; Δέκα; Τόσο περίπου βούτηξα σε ρηχά νερά εκεί που το κύμα σκάει και σε παρασύρει. Τα ένιωσα όμως περισσότερα. Βγήκα από την θάλασσα χαμογελώντας πλατιά και ας με πέθαινε στο πόνο ο ώμος μου. Ξέρεις γιατί; Ίσως τελικά είμαι πιο ατρόμητη όταν τολμώ παρά τον φόβο. Ναι. Σίγουρα είμαι πιο ατρόμητη όταν τολμώ παρά τον φόβο...
Αυτές οι μικρές στιγμές που είμαστε εμείς και ο εαυτός μας...απεναντι.Κι όταν ξαναβρεθουμε στην ίδια πλευρά υπάρχει μεγαλύτερη αγάπη και κατανόηση και από τις...δυο πλευρές
ΑπάντησηΔιαγραφή@ntonia
❤️
Πράγματι, έτσι είναι! Μεγάλη αγκαλιά 🤗
Διαγραφή